- υψηλονουν
- ὑψηλόνουνὑψηλό-νουντό высокий полет ума, возвышенный образ мыслей Plat., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψηλόνουν — ὑψηλόνους high minded masc/fem acc sg ὑψηλόνους high minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, ον, Α 1. υψηλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό νους)] … Dictionary of Greek